χελύνειον

χελύνειον
χελύ̱νειον , χελύνειον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χελύνειον — τὸ, Α βλ. χελύνιον …   Dictionary of Greek

  • χελύνιον — και χελύνειον, τὸ, ΜΑ [χελύνη (Ι)] 1. χελύνη, χείλος 2. σαγόνι, κάτω γνάθος 3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο τής θυσίας 4. ο ουράνιος θόλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”